- έμπρυμνος
- ος , ον , έμπρυμος, η , ο кормовой
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
έμπρυμνος — και έμπρυμος, η, ο 1. (για πλοίο) αυτό που από ελαττωματική φόρτωση παρουσιάζει μεγαλύτερο βύθισμα προς το μέρος τής πρύμνης από το κανονικό 2. (για ιστό) αυτός που γέρνει προς την πρύμνη … Dictionary of Greek